άθλια Συνώνυμα
Άθλια Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- αηδιαστικό, φοβερό, τρομερό, σάπιο, άθλια, απεχθή, αηδιαστική, βρώμικο, φάουλ, σκανδαλώδες, αποκρουστικό, χάλια.
- άθλια, ανήμπορος, απελπιστική, άτονα, παραιτήθηκε, δουλοπρεπείς, υποταγμένη, υποτακτική, δουλική, ύπουλος.
- άθλια, κακή, οικτρός, αξιολύπητος, δυστυχώς, μελαγχολική, δυστυχισμένος, καταραμένο, αξιοθρήνητη.
- ακανόνιστο, shabby, άθλιες, ψωριάρης, κολλώδης, down-at-heel, ερειπωμένο, υποβαθμισμένο, ξεφτισμένος, ξεφτίζουν, ρυπαρός, κακή, αναμαλλιασμένος, απεριποίητος, βρώμικο.
- διεφθαρμένη, κακό, φαύλο, επαίσχυντη, αργυρώνητος, αμαρτωλή, debauched, λούμπεν, ανήθικο, αχρείο, σπάταλη, ποταπός, βάση.
- θλιβερό, άβολο, καταπιεστική, άβολα, ατυχές, λυπηρό, σοβαρή, τραγική, ενοχλητικό.
- κατώτερα, άνευ αξίας, κακής ποιότητας, δεύτερος συντελεστής, άχρηστος, μη ικανοποιητική, πρόχειρη.
- μέση, βάση, ανέντιμη, ποταπός, αγενής, κακόφημο, απαξιωθεί, χαμηλή.
- ντροπή, απεχθή, αξιολύπητη, συγγνώμη, ταπεινός, άθλια, εγκαταλελεημμένος.