καταραμένο Συνώνυμα


Καταραμένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταδικασμένη, καταραμένος, ατυχές, καταδικαστεί, δύσμοιρο, επιδεινώθηκε, ερειπωμένο, αναιρεθεί, απελπιστική, άθλια.
καταραμένο Συνώνυμο συνδέσεις: καταραμένος, ατυχές, δύσμοιρο, ερειπωμένο, απελπιστική, άθλια,

καταραμένο Αντώνυμα