δυστυχισμένος Συνώνυμα
Δυστυχισμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- ακατάλληλη, untactful, δεξιός, άκαιρη, αμήχανη, ατυχής, ακατάλληλο, gauche, αδέξια, malapropos.
- ατυχής, δυσώνυμα, άτυχος, δυσμενή, καταραμένος, απειλητικό, κακόβουλες, δυσοίωνο, δυσοίωνος.
- λυπημένος, κατάθλιψη, μελαγχολία, διαταραχθεί, πένθιμη, περίλυπος, δυσαρεστημένος, άθλια, πικραμένος, αναξιοπαθούντα.