αναμαλλιασμένος Συνώνυμα


Αναμαλλιασμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άτακτη, απεριποίητος, disarranged, disarrayed, ακατάστατος, άκομψα, rumpled, tousled, frowzy, frumpy, ξανακάνει, κακοενδεδυμένος.
αναμαλλιασμένος Συνώνυμο συνδέσεις: άτακτη, απεριποίητος, ακατάστατος, άκομψα, frowzy, frumpy, κακοενδεδυμένος,

αναμαλλιασμένος Αντώνυμα