πολυ Συνώνυμα


Πολύ Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • απόλυτη, απροκάλυπτα, πλήρης, ολόκληρο, αμετρίαστος, ανεπιφύλακτη, συνολικό, έξω-και-, αστίλβωτος, απλό, προφανές, ορατή, απεριόριστος, ανώτατο.
  • κατάλληλο, σωστό, σωστή, ήθελε, επιθυμητή, κατάλληλα, τοποθέτηση, ταιριάζει, ενδεχομένως, τέλεια, σχετική, απαραίτητα, αναγκαία, απαραίτητη, απαιτείται, ζήτησε.
  • μεγάλη, σημαντική, αξιόλογο, υψηλή, βαθιά, άφθονα, άφθονη, επαρκή, αρκετά μεγάλη, ουσιαστική, εκτεταμένη, ευρεία, ενδελεχής.

Πολύ Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο, πραγματικά, αναμφισβήτητα, στην πραγματικότητα, κυριολεκτικά, θετικά, αυστηρά.
  • εξαιρετικά, ασυνήθιστα, σπάνια, σημαντικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα, ιδιαίτερα, έντονα, βαθιά.
πολυ Συνώνυμο συνδέσεις: απόλυτη, πλήρης, ολόκληρο, αμετρίαστος, ανεπιφύλακτη, απλό, προφανές, ορατή, ανώτατο, κατάλληλο, σωστή, τοποθέτηση, ταιριάζει, τέλεια, σχετική, απαραίτητα, απαραίτητη, απαιτείται, μεγάλη, σημαντική, αξιόλογο, υψηλή, βαθιά, άφθονα, άφθονη, επαρκή, αρκετά μεγάλη, εκτεταμένη, ευρεία, ακριβώς, πραγματικά, αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, θετικά, εξαιρετικά, σπάνια, ιδιαίτερα, έντονα, βαθιά,

πολυ Αντώνυμα