προφανές Συνώνυμα


Προφανές Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εμφανής, αισθητή, πρόδηλη, διακριτές, αλάνθαστο, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, πεδιάδα, σαφές, αυτονόητο, απτή, ορατή.
προφανές Συνώνυμο συνδέσεις: αισθητή, αλάνθαστο, ορατή,

προφανές Αντώνυμα