εμπνέει Συνώνυμα


Εμπνέει Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εμπνευσμένη, ενθάρρυνση, τόνωση, uplifting, διαφωτιστική, ανάδευση, μετακίνηση, κίνητρα, ανύψωση, ενθαρρυντικό, εύγλωττη, ευγενή, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, που επηρεάζουν.

Εμπνέει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ενσταλάξει, εμβάπτω, χρώμα, απλώνω, εμψυχώσει, εμπνεύσει, εμφυσώ, κατήχηση, τρένο, διδάσκουν, πλύση εγκεφάλου, προπαγανδίζει.
  • υγρό, κορεστεί, εμπνέω, απότομες, κολυμπά, τον εμποτισμό, διαπερνούν, διαποτίζουν.
εμπνέει Συνώνυμο συνδέσεις: ενθάρρυνση, τόνωση, διαφωτιστική, μετακίνηση, ανύψωση, εύγλωττη, ευγενή, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, που επηρεάζουν, ενσταλάξει, χρώμα, εμπνεύσει, κατήχηση, τρένο, προπαγανδίζει, υγρό, κορεστεί, εμπνέω, τον εμποτισμό, διαπερνούν, διαποτίζουν,

εμπνέει Αντώνυμα