ενσταλάξει Συνώνυμα


Ενσταλάξει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εμπνέω, μεταδώσει, κατήχηση, τον εμποτισμό, εμφύτευμα, φυτών, γονιμοποίησε, διδάσκουν, εμφυσώ, αναθέσει, προπαγανδίζει, εντυπωσιάσει, εμπνέει, πλύση εγκεφάλου.
  • ενσταλάξει, εμποτίζουν, εμπνέει, εμφύτευμα, μεταδώσει, αναθέσει, διδάσκουν, κατήχηση, να διαφωτίσει, εμπνεύσει, νατους.
ενσταλάξει Συνώνυμο συνδέσεις: εμπνέω, μεταδώσει, κατήχηση, τον εμποτισμό, αναθέσει, προπαγανδίζει, εντυπωσιάσει, εμπνέει, ενσταλάξει, εμπνέει, μεταδώσει, αναθέσει, κατήχηση, εμπνεύσει, νατους,