χρώμα Συνώνυμα
Χρώμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- απόχρωση, τόνο, cast, χρωματισμός.
- κινούμενη εικόνα, ζωντάνια, éclat, λαμπρότητα, πλούτο.
- ομοιότητα, εμφάνιση, cast, ματιά, πτυχή, αποτέλεσμα, πρόθεση.
- χρωστική, χρωστική ουσία, ζωγραφική, χρωματισμός, λεκέ.
Χρώμα Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- κοκκινίζει, ξεπλύνετε, μανδύα, κοκκινίζω, φωτίζει, ωριμάζουν.
- παραποιούν, υπερβάλλουν, στρεβλώνουν, θίγει, κλίση, cast, πλαστογράφηση, κεντώ, στολίζουν.
- χρώμα, χρωστική ουσία, λεκές, απόχρωση, χροιά.