ωριμάζουν Συνώνυμα


Ωριμάζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ώριμη, ηλικία, αυξάνεται, ανάπτυξη, ωριμάζω, ώριμος, σεζόν, έρθει της ηλικίας, την πρόοδο, εκ των προτέρων, να γεράσει.
ωριμάζουν Συνώνυμο συνδέσεις: ηλικία, ανάπτυξη, ωριμάζω, ώριμος, εκ των προτέρων,