κορεστεί Συνώνυμα


Κορεστεί Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ενυδατώστε, εμπνέει, διαπερνούν, διαβρέχω, απλώνω, τον εμποτισμό, διαποτίζουν, εμποτίζουν, υγρό, ret, συμπληρώσετε.
κορεστεί Συνώνυμο συνδέσεις: εμπνέει, διαπερνούν, τον εμποτισμό, διαποτίζουν, υγρό,

κορεστεί Αντώνυμα