εύγλωττη Συνώνυμα


Εύγλωττη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αρθρώσει, άπταιστα, χαριτωμένη, ανεπτυγμένα, πειστική, εμπνευσμένη, κουδούνισμα.
  • εκφραστική, με νόημα, σημαντικές, που επηρεάζουν, κίνηση, αφήγηση, έγκυος.
εύγλωττη Συνώνυμο συνδέσεις: αρθρώσει, άπταιστα, χαριτωμένη, πειστική, κουδούνισμα, εκφραστική, που επηρεάζουν, κίνηση, αφήγηση, έγκυος,

εύγλωττη Αντώνυμα