σχολαστικός Συνώνυμα
Σχολαστικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- διακρίσεις, ιδιαίτερα, σχολαστικός, λεπτή, ακριβή, σχολαστική, finical, γκρινιάρης, choosy, επιλεκτικοί, τάση προς εμετό, πολύτιμα.
- διδακτική, sententious, γκρινιάρης, nitpicking, σχολαστικός, δύστροπος, ακαδημαϊκό, πολυμαθής, δυσνόητο, σχολικο, έμαθε, μορφωμένη, πνευματική.
- ιδιότροπο, ιδιότροπος, τάση προς εμετό, περιποιημένος, μπομπονί, πολύτιμα, over τακτοποιημένο, ακριβής, άτολμος, σχολαστική, απαιτητική, finical, finicking, σχολαστικός, επιλεκτικοί, να κουτσομπολέψουν, hairsplitting.
- σχολαστική, ακριβή, συμβατικά, σωστή, γκρινιάρης, τυπικός, επίσημος, τελετουργική, αυστηρή, σχολαστικός, αμυλούχα, απαιτητικές, απαιτητικό, overnice.
- σχολαστικός, ακαδημαϊκή, διδακτική, inkhorn, επιστημονικά, λογοτεχνικά, απόκρυφα, τυπολατρικές, sententious, ανιαρός.
- σχολαστικός.