άτολμος Συνώνυμα


Άτολμος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμηχανία, chagrined, επαίσχυντες, κοκκίνισμα, αμήχανα, απολογητικός, ταραγμένος στάθηκε, ντροπή, ύπουλος, άβολα, κατατρόπωσαν, τρομαγμένοι, αναστατωμένοι, απογοητευμένος, άθλια.
  • συνεσταλμένος, ντροπαλός, αυτο-effacing, συνταξιοδοτείται, επιθυμώντας, σίγουροι, αβέβαιο, unaggressive, δειλός, λιτό, ταπεινός, περιορίζονται, διστακτικοί, μέτρια, ανθεκτικοί.
  • σχολαστικός, γκρινιάρης, πολυμήχανη, στρεψοδικίας, caviling, picayune, ασήμαντος, μικρό, μικροπρεπείς, nitpicking, finicking.
άτολμος Συνώνυμο συνδέσεις: αμηχανία, chagrined, αμήχανα, απολογητικός, ντροπή, ύπουλος, αναστατωμένοι, απογοητευμένος, άθλια, ντροπαλός, σίγουροι, δειλός, λιτό, ταπεινός, διστακτικοί, μέτρια, σχολαστικός, γκρινιάρης, picayune, ασήμαντος, μικρό, finicking,

άτολμος Αντώνυμα