αμήχανα Συνώνυμα


Αμήχανα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμηχανία, νευρικό, επιθυμώντας, ταραγμένος στάθηκε, ανασφαλής, άβολα, έξω από την όψη, discountenanced, άτολμος, ντροπαλός, ανήσυχος, νευρικός, εκνευρισμού, επαίσχυντες, επηρεάζονται, νευρική υπερένταση.
αμήχανα Συνώνυμο συνδέσεις: αμηχανία, νευρικό, ανασφαλής, άτολμος, ντροπαλός, ανήσυχος, νευρικός,

αμήχανα Αντώνυμα