πονηριά Συνώνυμα


Πονηριά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δαιμόνιος, έξυπνο, επιδέξιος, ειδίκευσης, έμπειρος, ικανοί, εμπειρογνώμονας, αριστοτεχνικά, επιτήδειος, ταλαντούχος, σε θέση.
  • ελκυστική, όμορφη, χαριτωμένο, γοητευτικό, αξιαγάπητος, γλυκιά, φίνο, γραφικά, μικροκαμωμένη αγάπη, νίκη.
  • μάγκας, δύσκολο, καλλιτεχνικό, δόλιος, πονηρός, πανούργος, δόλια, στραβό, πλάγια, εξυπνάδα, γνωρίζοντας, έξυπνη, απότομη, έξυπνος.

Πονηριά Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επάρκειας, δεξιοτήτων, ικανότητα, επιδεξιότητα, ταλέντο, τέχνη, δεξιοτεχνία, ειδικότης, δημιουργικότητα, εφευρετικότητα, αρχής·, εξυπνάδα.
  • πονηριά, απάτη, σκάφη, λαξεύτηκαν, στρεψοδικία, κουτοπονηριάς, διπροσωπία, εξαπάτηση, δολιότητα, τέχνασμα, προδοσία, subtility, σοφιστείες.
  • πονηριά, τέχνασμα, πανουργία, εξυπνάδα, κουτοπονηριάς, λαξεύτηκαν, διπλωματία, λεπτότητα, δολοπλοκίες, διπροσωπία, η ατιμία, η εξαπάτηση, η στρεψοδικία.
πονηριά Συνώνυμο συνδέσεις: δαιμόνιος, έξυπνο, επιδέξιος, αριστοτεχνικά, επιτήδειος, σε θέση, ελκυστική, όμορφη, χαριτωμένο, γοητευτικό, αξιαγάπητος, φίνο, γραφικά, νίκη, μάγκας, δύσκολο, δόλιος, πονηρός, πανούργος, δόλια, πλάγια, γνωρίζοντας, έξυπνη, απότομη, έξυπνος, επάρκειας, δεξιοτήτων, ικανότητα, επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, δημιουργικότητα, πονηριά, απάτη, λαξεύτηκαν, στρεψοδικία, διπροσωπία, εξαπάτηση, τέχνασμα, προδοσία, πονηριά, τέχνασμα, πανουργία, λαξεύτηκαν, λεπτότητα, διπροσωπία,

πονηριά Αντώνυμα