επιδεξιότητα Συνώνυμα


Επιδεξιότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δημιουργικότητα, δεξιοτήτων, ευκινησία, εγκατάσταση, χρηστικότητα, αφή, γνώση, επιτηδειότητα, επάρκειας, ικανότητα, εμπειρογνωμοσύνη.
επιδεξιότητα Συνώνυμο συνδέσεις: δημιουργικότητα, δεξιοτήτων, ευκινησία, εγκατάσταση, γνώση, επάρκειας, ικανότητα,

επιδεξιότητα Αντώνυμα