ευκινησία Συνώνυμα


Ευκινησία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • προθυμία, ταχύτητα, του legerity, επιδεξιότητα, ζωηρότητα, σβελτάδα, εγρήγορση, ευκολία.
ευκινησία Συνώνυμο συνδέσεις: προθυμία, ταχύτητα, επιδεξιότητα, εγρήγορση, ευκολία,

ευκινησία Αντώνυμα