διπροσωπία Συνώνυμα


Διπροσωπία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εξαπάτηση, double-dealing, δολιότητα, απόκρυψη, υποκρισία, επίκλιση, ανειλικρίνεια, πονηριά, τέχνασμα.
διπροσωπία Συνώνυμο συνδέσεις: εξαπάτηση, double-dealing, απόκρυψη, υποκρισία, επίκλιση, ανειλικρίνεια, πονηριά, τέχνασμα,

διπροσωπία Αντώνυμα