νίκη Συνώνυμα


Νίκη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επιτυχία, θρίαμβος, γνώση, υπεροχή, κατάκτηση, επιτυχές, πραξικόπημα, νίκη, κατολίσθηση, κυριαρχία.
  • νίκη, επιτυχία, θρίαμβος, κατάκτηση, θανάτωση, επίτευγμα, χτύπημα, πραξικόπημα, κερδίζοντας, feat.

Νίκη Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • θριαμβεύσει, κατακτήσει, επικρατούν, επιτυχία, ξεπεράσει, ήττα, νικήσει, καλύτερο, χειρότερο, υπερισχύει, οδηγήσει.
  • πάρει, επίτευξη, κερδίζουν, απόκτηση, προμηθεύονται, αποκτούν, φθάσουν, εξασφαλίζει, κερδίσει.
νίκη Συνώνυμο συνδέσεις: επιτυχία, γνώση, υπεροχή, νίκη, κατολίσθηση, νίκη, επιτυχία, επίτευγμα, χτύπημα, κερδίζοντας, feat, κατακτήσει, επιτυχία, ξεπεράσει, ήττα, νικήσει, καλύτερο, χειρότερο, οδηγήσει, επίτευξη, κερδίζουν, προμηθεύονται,

νίκη Αντώνυμα