διείσδυση Συνώνυμα


Διείσδυση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δαιμόνιο.
  • καταπάτηση, εισβολή, επίθεση, παράβαση, διήθηση, τραυματισμό, ζημία, εξασθένιση, βαθούλωμα, εντύπωση.
  • παρέμβαση, εισβολή, καταπάτηση, obtrusion, παράβαση, παρέμβασης, επιβολή, επιθετικότητα, διείσδυση, ανάμιξη, officiousness, αυθάδεια.
διείσδυση Συνώνυμο συνδέσεις: δαιμόνιο, καταπάτηση, εισβολή, επίθεση, παράβαση, τραυματισμό, ζημία, βαθούλωμα, εντύπωση, εισβολή, καταπάτηση, παράβαση, επιβολή, επιθετικότητα, διείσδυση, αυθάδεια,