Στεγνό Συνώνυμα


Στεγνό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άνυδρες, ξεραμένα, άνυδρο, εξατμίζεται, άγονο, ψημένο, αφυδατωμένο, μαραμένα, ζαρωμένα, καίω, καταραμένος.
  • θαμπό, πληκτικός, άψυχο, χωρίς φαντασία, αποστειρωμένο, άγονο, ανούσιος, ανούσια, γυμνά, πεδιάδα, πεζό, βαρετό.
  • μειωμένη, λεπτή, χαμηλά τα κλειδιά, υποτονική, αστείος, αστεία, χιουμοριστικό, πονηρός, έξυπνος, εξυπνάδα, έξυπνη, σατιρική, σαρκαστικός.
  • υπεροπτική, απομακρυσμένη, απρόσωπο, απαθής, μακρινό, αδιάφορη, κρύο, απαγορεύουν, σοβαρή, νηφάλιος, βουλωμένη, βαρύς, απρόσιτο.
Στεγνό Συνώνυμο συνδέσεις: ξεραμένα, αφυδατωμένο, καίω, καταραμένος, θαμπό, πληκτικός, άψυχο, ανούσιος, γυμνά, βαρετό, λεπτή, αστείος, αστεία, χιουμοριστικό, πονηρός, έξυπνος, έξυπνη, σατιρική, σαρκαστικός, υπεροπτική, απαθής, μακρινό, αδιάφορη, κρύο, απαγορεύουν, σοβαρή, νηφάλιος, βουλωμένη, βαρύς, απρόσιτο,

Στεγνό Αντώνυμα