μακρινό Συνώνυμα
Μακρινό Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- αφηρημένη.
- διατηρούνται, απρόσιτο, υπεροπτική, standoffish, δροσερό, κρύο, εχθρικό, uncordial, δυσκαμψία, επίσημη, αποκόλληση, άτολμος.
- μακριά, μακρινό, απομακρυσμένη, εξωτερικά, χώρια, αφαιρεθούν, χωρισμένος, διακριτές, μη συνδεδεμένους.
- μακρινό.