βαρύς Συνώνυμα


Βαρύς Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανόητο.
  • βαριά, καταπιεστική, ανιαρός, θραύση, επαχθείς.
  • θαμπό, ληθαργικός, υπνηλία, κουρασμένος, αποχαυνωτικά, αδρανή, ανενεργό, stupefied, υποτονική, εξουθένωση, σε κωματώδη κατάσταση.
  • θαμπό, υποτονική, νωθρός, θλιβερό, αδιάφορος, λύτης, άψυχα.
βαρύς Συνώνυμο συνδέσεις: ανόητο, βαριά, καταπιεστική, ανιαρός, θραύση, επαχθείς, θαμπό, υπνηλία, κουρασμένος, αποχαυνωτικά, αδρανή, ανενεργό, stupefied, θαμπό, νωθρός, θλιβερό, αδιάφορος, λύτης,

βαρύς Αντώνυμα