θαμπό Συνώνυμα
Θαμπό Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- slowwitted, thickheaded, απαθής, πυκνό, κενός περιεχομένου, αργή, αμβλεία, γελοίες, αναίσθητος, imperceptive, χωρίς κρίση.
- βαρετό, κουραστικό, ανούσια, ανούσιος, άτονα, unimpassioned, ανιαρή, χωρίς φαντασία, συνηθισμένο.
- συγκρατημένη, μέτρια, ήπια, μαλάκωσε, ξεθωριασμένα, σίγαση, μύτη, ματ, διάχυτη, ακαθόριστα, αδύναμες.