φωτίσει Συνώνυμα


Φωτίσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ελαφρύνει.
  • ενθαρρύνει, ανακούφιση, ευθυμία, ζωντανεύω, χαροποιώ, τη βελτίωση, ευκολία.
  • μείωση, μειώνει, disencumber, ξαλαφρώνω, ξεφορτώνουν, ελαττώσει, ανακούφιση, πάρτε από.
  • φωτίζει, διαφωτίσει, ανάβει, διευκρινίσει, ξεκαθαρίσω, ακτινοβοληθει, φωτίσει, λάμψη.
φωτίσει Συνώνυμο συνδέσεις: ανακούφιση, ευθυμία, χαροποιώ, ευκολία, μείωση, ξαλαφρώνω, ανακούφιση, φωτίζει, διαφωτίσει, διευκρινίσει, ξεκαθαρίσω, φωτίσει, λάμψη,

φωτίσει Αντώνυμα