σκανδαλώδη Συνώνυμα


Σκανδαλώδη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κατάφωρη, κραυγαλέα, διαβόητη, κατάταξη, ακαθάριστο, τερατώδες, διαβόητος, προφανές, υπερβολική, ακραία, τεράστια, καταπληκτικός.
σκανδαλώδη Συνώνυμο συνδέσεις: κατάφωρη, κραυγαλέα, κατάταξη, ακαθάριστο, τερατώδες, διαβόητος, προφανές, ακραία, τεράστια, καταπληκτικός,

σκανδαλώδη Αντώνυμα