καταπληκτικός Συνώνυμα


Καταπληκτικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τεράστια, μνημειακή, μαμούθ, τεράστιο, γιγάντιο, καταπληκτικό, κολοσσιαία, ανυπολόγιστη, μεγάλου μεγέθους, γίγαντας, μαζική, ασύμμετρο.
καταπληκτικός Συνώνυμο συνδέσεις: τεράστια, μνημειακή, μαμούθ, γιγάντιο, καταπληκτικό, κολοσσιαία, ανυπολόγιστη, γίγαντας, μαζική,

καταπληκτικός Αντώνυμα