λοιμογόνο Συνώνυμα


Λοιμογόνο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επιβλαβείς, δηλητηριώδη, θανατηφόρο, θανατηφόρα, σηπτική, τοξικά, ανθυγιεινά, ανθυγιεινός, ολέθρια, επιβλαβή, καταστροφική.
  • οξεία, σοβαρή, τερματικό, μοιραία, θνητός, θανάτωση, τραγική, ανίατες, ανεπανόρθωτη, κακοήθεις, χωρίς ελπίδα.
  • πικρή, εχθρικό, δηλητηριασμένα, πικραμένος, κακόβουλο, πεισματάρης, εκδικητική, δολοφονική, άγριος, θηριώδης, φαύλος, θερμότερη.
λοιμογόνο Συνώνυμο συνδέσεις: επιβλαβείς, δηλητηριώδη, θανατηφόρα, σηπτική, τοξικά, ανθυγιεινά, ανθυγιεινός, ολέθρια, επιβλαβή, καταστροφική, οξεία, σοβαρή, μοιραία, θνητός, τραγική, κακοήθεις, κακόβουλο, πεισματάρης, δολοφονική, άγριος, θηριώδης, φαύλος,

λοιμογόνο Αντώνυμα