θλίψη Συνώνυμα
Θλίψη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- απώλεια, στέρηση, ατυχία, θλίψη, σοκ, χτύπημα, καταστροφή, κατάρα, πανούκλα, τις αντιξοότητες, οπισθοδρόμηση, παθεῖν, συμφορά.
- δυσφορία, πόνο, μιζέρια, βάσανο, δυστυχία, αγωνία, θλίψη, καταπίεση, κόπωση, κατάθλιψη.
- θλίψη, άγχος, αγωνία, τύψεις, αλίμονο, σκασίλα.
- θλίψη, αγωνία, πόνος, αλίμονο, θρήνος, dolor, πένθος, δυστυχία, τύψεις, λύπη, μελαγχολία, κατάθλιψη, σκασίλα, αθλιότητα.
- θλίψη.
- κατάρα, πανούκλα, συμφορά, καταστροφή, δυστυχία, χτύπημα, δοκιμασία, κακουχίες, τις αντιξοότητες.
- καταστροφή, θλίψη, πρόβλημα, αδικίας, κακουχίες, πένθος, απώλεια.
- ταλαιπωρία, δοκιμασία, δυστυχία, δίκη, καταπίεση, θλίψη, πρόβλημα, δυσκολία, τις αντιξοότητες, ατυχία, κατάρα, αγωνία, κατάθλιψη, πόνο.
Θλίψη Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- θλίβομαι, θρηνεί, πενθούν, κλαίω, αναφιλητό, λύπη, ἐπεπόνθεε, θρηνώ, γεννητόρων, απελπισία, despond, αγωνιώ, κραυγή.