κόπωση Συνώνυμα


Κόπωση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εξάντληση, κούραση, κόπωση, ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα, πλήξη, ατονία, αίσθημα κακουχίας.
  • κόπωση, εκνευρισμός, κούραση, ατονία, νωθρότητα, αδράνεια, αποχαύνωσης, λήθαργος, εξάντληση, αδυναμία, απάθεια, κακουχία.

Κόπωση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ελαστικών, εξάτμισης, κουρασμένο, άντεξε, enervate, νεφρίτη, fag, επίστεγο.
κόπωση Συνώνυμο συνδέσεις: εξάντληση, κόπωση, πλήξη, ατονία, κόπωση, ατονία, νωθρότητα, αδράνεια, λήθαργος, εξάντληση, αδυναμία, απάθεια, εξάτμισης, άντεξε, enervate, νεφρίτη,

κόπωση Αντώνυμα