θλίβομαι Συνώνυμα


Θλίβομαι Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λυπώ, αποθάρρυνε καθενός, συμπιέσει, φλερτ, ταλαιπωρούν, αποθαρρύνει, απογοητεύσει, επιβαρύνουν, πληγή, βλάπτει.
  • πενθώ, μαραζώνουν, θλίψη, θρηνεί, πεύκο, λύπη, rue, λυπούνται.
θλίβομαι Συνώνυμο συνδέσεις: λυπώ, αποθάρρυνε καθενός, φλερτ, ταλαιπωρούν, απογοητεύσει, πληγή, βλάπτει, πενθώ, μαραζώνουν, θλίψη, πεύκο, rue,

θλίβομαι Αντώνυμα