λυπώ Συνώνυμα


Λυπώ Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • θλίβομαι, θλίψη, συμπιέσει, deject, έρημη, αποθάρρυνε καθενός, φλερτ, αποθαρρύνει, παύλα, υποτάξει, επιβαρύνει, μαραζώνουν, πενθούν, θρηνεί.
λυπώ Συνώνυμο συνδέσεις: θλίβομαι, θλίψη, deject, αποθάρρυνε καθενός, φλερτ, παύλα, υποτάξει, μαραζώνουν,

λυπώ Αντώνυμα