κατάρα Συνώνυμα


Κατάρα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποστροφή.
  • βλασφημία, ιεροσυλία, ασέβεια, ορκωμοσία, υβρεολόγιο.
  • κακό, ατυχία, θλίψη, πρόβλημα, δυσκολία, συμφορά, ενόχληση, βάσανο, όλεθρος, πικρό χάπι, μάστιγα, πανούκλα, αγκάθι, αλίμονο.
  • κατάρα, ανάθεμα, καταδίκη, διασυρμό, συκοφαντίες, συκοφαντία, όνειδος, διαφωνία, κατάχρηση, υβρεολόγιο.
  • κατάρα, ανάθεμα, βωμολοχίες, καταγγελία, διασυρμό.
  • κατάρα, καταδίκη, καταγγελίας, αφορισμού, fulmination, commination, βλασφημία.

Κατάρα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • γαμώτο, γδέρνω, maledict, χαμός, καταδικάζουμε, σήψη, καταγγέλλουν, fulminate, βλασφημώ, anathematize, βρίζω, ορκίζονται, βλασφημία, έκρηξη, απαγόρευση.
  • πανούκλα, χαμός, μάστιγα, ταλαιπωρούν, βασανιστήρια, καταστρέψει, πρόβλημα, vex, ενοχλήσει, παρενοχλούν, τραυματίζουν, κακοποιήσει, ενοχλώ.
κατάρα Συνώνυμο συνδέσεις: αποστροφή, βλασφημία, ιεροσυλία, ασέβεια, υβρεολόγιο, κακό, ατυχία, θλίψη, πρόβλημα, δυσκολία, συμφορά, ενόχληση, όλεθρος, μάστιγα, πανούκλα, αγκάθι, αλίμονο, κατάρα, ανάθεμα, καταδίκη, διασυρμό, συκοφαντίες, συκοφαντία, όνειδος, διαφωνία, υβρεολόγιο, κατάρα, ανάθεμα, καταγγελία, διασυρμό, κατάρα, καταδίκη, βλασφημία, γαμώτο, γδέρνω, χαμός, σήψη, βλασφημώ, anathematize, βρίζω, βλασφημία, έκρηξη, απαγόρευση, πανούκλα, χαμός, μάστιγα, ταλαιπωρούν, βασανιστήρια, καταστρέψει, πρόβλημα, ενοχλώ,

κατάρα Αντώνυμα