διορθώσει Συνώνυμα


Διορθώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • σωστό, τροποποιήσει, διορθώσει, επισκευή, ακριβώς, επανόρθωση, μεταρρύθμιση, αναθεώρηση, διορθώνω, ισιώσει έξω, φτιάξω, ρυθμίζουν.
διορθώσει Συνώνυμο συνδέσεις: διορθώσει, ακριβώς, αναθεώρηση, διορθώνω, ισιώσει έξω,