αμφίβολη Συνώνυμα


Αμφίβολη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αβέβαιο, αμφίβολο, παρακινδυνευμένος, επικίνδυνη, αμφισβητήσιμη, προβληματική, υπό όρους, provisory, ενδεχόμενες.
  • αβέβαιο, σίγουροι, αμφίβολο, αναποφάσιστοι, άστατος, αόριστη, ασαφής, απρόβλεπτη, διστακτικοί, αναποφάσιστος, συζητήσιμη, προβληματική, διφορούμενη, ψευδεπίγραφη, γνήσιο.
  • ύποπτος, αναξιόπιστες, αμφισβητήσιμη, αινιγματικός, μυστηριώδη, αναξιόπιστος.
αμφίβολη Συνώνυμο συνδέσεις: παρακινδυνευμένος, επικίνδυνη, αμφισβητήσιμη, προβληματική, υπό όρους, provisory, ενδεχόμενες, σίγουροι, άστατος, ασαφής, απρόβλεπτη, διστακτικοί, αναποφάσιστος, συζητήσιμη, προβληματική, ψευδεπίγραφη, αμφισβητήσιμη, αινιγματικός, αναξιόπιστος,

αμφίβολη Αντώνυμα