Διεισδύσει Συνώνυμα
Διεισδύσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- διαπερνούν, διαποτίζουν, εμπνέω, εισβάλλουν, απλώνω, transfuse, διάχυτη, διεισδύσει, τον εμποτισμό, εξαπλωθεί, συμπληρώστε, καταλαμβάνουν, προζύμι, χροιά.
- διαπερνούν, διάτρηση, παρακέντηση, σπάσει, καρφίτσα, βρύση, πούτσος, γροθιά, ραβδί, μαχαιριά, σουβλίζω, διασχίζουν.