σουβλίζω Συνώνυμα


Σουβλίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • για ψαροντούφεκο, ακίδα, διαπερνούν, γκορ, μαχαιριά, διάτρηση, παρακέντηση, λόγχη, κολλήσει, τρυπώντας, διασχίζουν, transfix.
σουβλίζω Συνώνυμο συνδέσεις: ακίδα, διαπερνούν, γκορ, μαχαιριά, διάτρηση, παρακέντηση, κολλήσει, transfix,