διάτρηση Συνώνυμα


Διάτρηση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τρύπα.

Διάτρηση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαπερνούν, παρακέντηση, να διαπεράσουν, πούτσος, γροθιά, μαχαιριά, ραβδί, καρφίτσα, βρύση, τρύπα, άντεξε, τρυπάνι, παλουκώνω.
διάτρηση Συνώνυμο συνδέσεις: τρύπα, διαπερνούν, παρακέντηση, πούτσος, μαχαιριά, ραβδί, καρφίτσα, τρύπα, άντεξε, τρυπάνι,