Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Καταπατούν Συνώνυμα: εισβάλλουν, καταπάτηση, παραβιάζουν, σφετεριστεί, εισβάλλουν, με την περίπτωση, προσκρούει, πλήθος, obtrude, αναθέτουν, υπερβούμε.
  • Καταπέλτης Συνώνυμα: εκσφενδονίζω, βυθίσει, πίσσα, ρίψιμο, ωθεί, ρίχνω, εκτίναξη, ρίξει, βιασύνη, πετούν, περιστροφή.
  • Καταπιέζεται Συνώνυμα: καταπιεσμένα, σε μειονεκτική θέση, μη προνομιούχων, στερημένους, στερημένα, άτομα με ειδικές ανάγκες, κακοποιημένα, ταπεινή, κατάκοιτος, άθλια.
  • Καταπιέζουν Συνώνυμα: υποτάξει, κατάχρηση, συντρίψει, τυραννώ, υποτάξει, καταβάλλω, διώκουν, παρενοχλούν, ταλαιπωρούν, επιβαρύνουν, ζυγίζουν κάτω, ξεπερνούν, καταστολή, υποδουλώσουν, ποδοπατούν, συντρίβω.
  • Καταπιεί Συνώνυμα: υλικα για γαμο βαπτιση, ξεπερνούν, απορροφούν, ξεπεραστεί, θάψει, καταπιούν, περιβάλλουν, καταδυθείτε,...
  • Καταπίεσης Συνώνυμα: τυραννία, αδικία, διώξεις, υποταγή, απολυταρχία, δεσποτισμό, εκφοβισμού, κακομεταχείρισης, βαρβαρότητα, σκληρότητα, κατάχρηση, τον εξαναγκασμό.
  • Καταπιεσμένα Συνώνυμα: καταπιέζεται.
  • Καταπιεστή Συνώνυμα: τύραννος, εργοδηγός, δεσπότης, δικτάτορας, ο νταής, δικτάτορας, martinet, βασανιστής, μάστιγα, οδηγό σκλάβων, τρομοκρατηθεί.
  • Καταπιεστική Συνώνυμα: καταθλιπτικό, ανησυχητικές, αποθαρρυντικά, ζοφερή, άβολα, κοντά, μελαγχολική, επώδυνες.επαχθείς, τυραννική, απαιτητική, σοβαρή, βαριά, ακατανίκητη, συντριπτική.
  • Καταπιούν Συνώνυμα: καταπιούν, τρώνε, imbibe, απορροφούν, καταναλώνουν, χαψιά.
  • Καταπληκτική Συνώνυμα: συντριπτική, εκπληκτικό, έκπληξη, τρομάζοντας, απρόβλεπτη, απροσδόκητη, καταπλήσσω, απίστευτο,...
  • Καταπληκτικό Συνώνυμα: καταπληκτικός, τεράστιο, κολοσσιαίο, μαμούθ, jumbo, τεράστια, ελεφαντίνης, γιγάντιο, τερατώδες, τεράστια, μνημειακή, τιτανικός, πρωτοφανής, ογκώδη.
  • Καταπληκτικός Συνώνυμα: τεράστια, μνημειακή, μαμούθ, τεράστιο, γιγάντιο, καταπληκτικό, κολοσσιαία, τεράστια, τεράστια, ανυπολόγιστη, μεγάλου μεγέθους, γίγαντας, μαζική, τεράστια, ασύμμετρο.
  • Κατάπληκτοι Συνώνυμα: σοκαρισμένος, έκπληκτος, φρίκη, φρίκη, έκπληκτος, thunderstruck, τρομοκρατημένος, τρομαγμένοι, flabbergasted, πανικόβλητος, εμβρόντητος, απολιθωμένο, στενοχωρημένος.
  • Καταπλήξει Συνώνυμα: καταπλήξει, έκπληξη, συγχύσει, καταπλήσσω, σοκ, ζάλη, τυφλώνουν, αναισθητοποίηση, dumfound, ζαλίζω, flabbergast, εκθαμβώσει, απεργία χαζή.
  • Κατάπληξη Συνώνυμα: έκπληξη, σύγχυση, φόβο, σοκ, έκπληξη, απόσπαση της προσοχής, αμηχανία, αποβλάκωση, δέος, συναγερμός, τρόμο, αγανάκτηση, τρόμου.
  • Καταπλήξτε Συνώνυμα: καταπλήξει.
  • Καταπλήσσω Συνώνυμα: αναισθητοποίησης, σοκ, καταπλήξει, τρομάζουν, εκπλήσσει, dumfound, συγχύσει, αιφνιδιάστηκε, συντρίψει, να σας appall,...
  • Καταπνίγουν Συνώνυμα: καταστολή, καταστολή, υποτάξει, συντρίβω, συγκράτηση, αναστέλλει, σύλληψη, στέλεχος, ελέγξτε, ακόμα, σιωπή,...
  • Καταπνίξει Συνώνυμα: καταστολή, κατάσβεση, φλερτ, αναιρεί, καταστολή, ξεπεράσει, καταβάλλω, τίθεται, σβήνω, υποτάξει, καταπνίξει, πνίξουν, συγκράτηση, καταθέσει, συγκράτηση.
  • Καταπολεμώ Συνώνυμα: πρόκληση, επίθεση, αντιτίθενται, απειλήσουν, αρνηθεί, αναιρεί, ανατροπή, έρχονται σε αντίθεση με, αμφισβητεί, θέτει εν αμφιβόλω, ερώτηση.
  • Καταπονημένοι Συνώνυμα: αποθαρρυμένος, κατάθλιψη, οικτρά, downhearted, αποθαρρυμένος, αποθαρρύνονται, απαρηγόρητος, έρημος, έρημη, μελαγχολία, λυπημένος, σκυθρωπός, κακοδιάθετος, άθλια, δυστυχισμένος, άθλια, μπλε, κάτω.
  • Καταπραΰνει Συνώνυμα: αλήθεια.
  • Καταπραϋντική Συνώνυμα: παρηγορητική, μαλακτικών, ανακούφιση, ανακουφιστικές, ηρεμιστικό, assuasive, βαλσαμώδη, μαλακτικές, μαλακτικές, επούλωση, χρήσιμο, απολαυστικά, ηρεμεί, ξεκούραστη, χαλαρωτική.
  • Κατάπτωση Συνώνυμα: εξάντληση, ατονία, αδυναμία, ευπάθεια, κόπωση, εξασθένιση, κόπωση, ασθένεια, ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα, εξασθένηση, κατάρρευση, ανικανότητας.
  • Κατάρα Συνώνυμα: γαμώτο, γδέρνω, maledict, χαμός, καταδικάζουμε, σήψη, καταγγέλλουν, fulminate, βλασφημώ, anathematize, βρίζω, ορκίζονται,...
  • Καταραμένο Συνώνυμα: καταδικασμένη, καταραμένος, ατυχές, καταδικαστεί, δύσμοιρο, επιδεινώθηκε, καταραμένος, ερειπωμένο, αναιρεθεί, απελπιστική, άθλια.
  • Καταραμένοι Συνώνυμα: καταραμένων, καταραμένο, άδικα, απαγόρευσε, καταδικασμένη, foredoomed, fated, ρίχνει έξω, κατέρριψε, μαστίζεται,...
  • Καταραμένος Συνώνυμα: μαραμένα, καταστράφηκε, ερειπωμένο, καταστρέψει, αποσύνθεση, χαλασμένο, σάπιο, παρατημένη, λεηλάτησαν, χαμένη, κατεστραμμένη.
  • Καταργεί Συνώνυμα: να ακυρώσει, κατάργηση, κατάργηση, ακύρωση, ακύρωνε, καταγγείλει, ανακαλεί, παράκαμψη, αποσύρει, ανακαλέσει, ακυρώνει, αναιρέσει.
  • Κατάργηση Συνώνυμα: καταστρέψει, εξάλειψη, να διαγράψει, να ακυρώσει, τέλος, θέσει τέρμα στην, τελειώσω, σκοτώσει, κάνει μακριά με, εξοντώσουν, θα ξεριζώσει, σβήνω, καταργεί, συντρίψει, ακύρωση, ακύρωνε.ακύρωση.
  • Καταργήσουμε Συνώνυμα: κάνω χωρίς, εγκαταλείψουν, παραιτηθεί, παραιτηθεί από, παραλείπουν, αναιρέσει, αναστείλει, παραιτηθεί από, απέχουν, ανταλλακτικά, απέχω.
  • Καταρράκτη Συνώνυμα: καταρράκτης, καταρράκτης, πτώσεις, ορμητικά σημεία ποταμού, αλεξίπτωτο, σουτ, τόπο πότισμα, θέρετρο.
  • Καταρράκτης Συνώνυμα: στεγνωτήρια, βυθίσει κατεβαίνουν, πτώση, ρίξτε, υπερχείλισης, πίσσα, πλημμυρών, διαρροή.καταρράκτης,...
  • Κατάρρευση Συνώνυμα: υποκύψει, να αρρωστήσουν, να πληγεί, να διασπάσουν.αποτύχει, συντριβή, διπλώστε, καλκάνι,...
  •