Κατάρρευση Συνώνυμα
Κατάρρευση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- ανεπάρκεια, καταστροφή, πτώση, φιάσκο, κατάθλιψη.
- κατάπτωση, εξάντληση, αδυναμία, κατανομή, κατάσχεση, εγκεφαλικό επεισόδιο.
- σπηλιά-in, ανάλυση, στεγνωτήρια, αποσύνθεση, πτώση, βουτιά.
Κατάρρευση Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- αποτύχει, συντριβή, διπλώστε, καλκάνι, παχουλός.
- δώσουν τη θέση τους, σπήλαιο σε, παραμόρφωσης, διαλυθεί, πτώση, στεγνωτήρια, ανατροπή.
- υποκύψει, να αρρωστήσουν, να πληγεί, να διασπάσουν.