φιάσκο Συνώνυμα


Φιάσκο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανεπάρκεια, καταστροφή, χάος, μπάλωμα, ήττα, αποβολή, αποτυχημένος, συρίζω, flop, βόμβα, ξεθώριασμα, bummer.
φιάσκο Συνώνυμο συνδέσεις: ανεπάρκεια, καταστροφή, χάος, μπάλωμα, ήττα, αποβολή, αποτυχημένος, βόμβα, ξεθώριασμα,

φιάσκο Αντώνυμα