Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Καταρρίπτω Συνώνυμα: έπεσε, ανατροπή, αναστατωμένος, ανατροπή, πτώση, χτυπήσει πάνω, κομμένα, πάτωμα, τραβήξτε προς τα κάτω, επίπεδο, ισοπεδώνω, φέρει στο προσκήνιο προϊόντα.
  • Κατασκευάσει Συνώνυμα: ετοιμάζω, εφευρέτης, προσποιούμαι, σφυρηλατήσει, σχεδιάζω, συνθέτουν.κάνει, συναρμολογείται, κατασκευή, να κατασκευάσει, δημιουργούν, παράγουν, να οικοδομήσουμε, να επινοήσουν, συνθέτουν, μόδα.
  • Κατασκευασμένα Συνώνυμα: ψεύτικο.
  • Κατασκευή Συνώνυμα: κατασκευή, κάνει, κάθετο, συσκευασμένα, έχει συσταθεί, αυξήσει, πλαίσιο, κατασκευάζω, αποτελούν, μόδα,...
  • Κατασκόπων Συνώνυμα: προσκόπων, κατοπτεύω, παρακολουθήσετε, να ακολουθήσει, σκιά, μονοπάτι, να κοτσάνι, να αφουγκράζομαι,...
  • Κατασκότεινη Συνώνυμα: σκούρο.
  • Κατασπαταλήστε Συνώνυμα: άφθονη, άφθονα, άφθονη, άφθονο, γενναιόδωρη, πλούσια, άσωτος, πλούσια, μυριάδες, εξωφρενικές.σπαταλάμε,...
  • Κατασταλτικό Συνώνυμα: καταπραϋντικό, tranquilizing, ηρεμεί, διευθέτηση, υπνωτικών, ύπνος-προκαλώντας, ναρκωτικά, παρήγορο, χαλαρωτικό, κατασταλτικά, οπιούχα, narcotizing.
  • Κατάσταση Συνώνυμα: δύσκολη θέση, δεινά, δίλημμα, κατάσταση, κατάσταση των υποθέσεων, σταθμό, κατάσταση, παιχνίδι μπάλα,...
  • Καταστέλλουν Συνώνυμα: προσβολή, χλεύη, προσβολή, πούτσος, περικοπή, προσβολή, σκάβουν, χαστούκι, απορρίπτουν με σκαιότητα, κτύπος, χλευασμός, barb, ταπείνωση, υποτίμηση, παρέκκλιση, χλευασμό, σαρκασμό.
  • Κατάστημα Συνώνυμα: αποθεμάτων, αποθεμάτων, εφοδιασμού, αποθεματικό, συσσώρευση, κομπόδεμα, cache, stash.αποθηκεύσουν, αποθεματικό,...
  • Κατάστημα Επάνω Συνώνυμα: αλάτι μακριά.
  • Καταστηματάρχης Συνώνυμα: αποθηκευτή, λιανοπωλητής, έμπορος, καταστηματάρχης, tradeswoman, έμπορος, έμπορος, έμπορος, κάπηλος, διανομέας.
  • Καταστήσει Περιττή Συνώνυμα: αποκλείει, αποκρούσει, ενεργοποιήσετε καλλιέργειας, πρόληψη, παράκαμψη, αποτροπή, προλάβει, αφαιρέστε, αποφύγετε, διαφεύγουν, πρόβλεψη.
  • Καταστολή Συνώνυμα: αναιρεί, υποτάξει, καταστολή, καταγράψτε, συντρίψει, σκουός, συντρίβω, στραγγαλίσει, σταματήσει, τέλος,...
  • Καταστρεπτικά Συνώνυμα: καταστροφικές, καταστροφική, καταστροφικό, καταστροφικές, δεινή, κατακλυσμική, τραγική, ολέθρια, ολέθρια, μοιραία, θνητός, θανατηφόρα.
  • Καταστρέφουν Συνώνυμα: εξάτμισης, καταναλώσει, άδειο, μείωση, ελαττώσει, απόβλητα, στραγγίστε, μείωση, περνούν, αποδυναμώσει, φτωχαίνουμε εμείς, φθείρονται, καταναλώνουν, δαπανήσει.
  • Καταστρέφω Συνώνυμα: μά, παραμορφώνουν, ακρωτηριάζουν, παραμορφώνεται, βλάβη, μηδέν, χαλάσει, του εδάφους, σήμα, ακρωτηριάζουν, ουλή, κηλίδα, καταστροφή, de facto πραγματική.
  • Καταστρέψει Συνώνυμα: εξολεθρεύει, εξοντώσουν, κατάσβεση, καταναλώνουν, σβήνω, αναίρεση, καταστρέψει, εξαφανίσουν, σβήσω, εξάλειψη,...
  • Καταστροφή Συνώνυμα: αναίρεση, πτώση, καταστροφή, κατάρα, θλίψη, waterloo, νέμεσις, bête noire.κατάρρευση, συντριβή, πτώση, ανατροπή, πτώση,...
  • Καταστροφικές Συνώνυμα: συντριπτική, σύνθλιψη, οριστική, δολοφονικές, άγριο, απόλυτη, μαρασμό, καταστροφικό, σκληρή, συνολικό, ολόκληρο, καταστροφική.
  • Καταστροφική Συνώνυμα: hurtful, επιβλαβείς, ζημιογόνο, επιζήμιες, αρνητική, επιβλαβή, κακό, αποθαρρύνοντας, υπομονεύοντας, απογοητευτικό, επιζήμιες, αναστάτωση, ανατρεπτική, ολέθρια.
  • Καταστροφικό Συνώνυμα: καταστροφικές, καταστροφικές, καταστρεπτικά, καταστροφική, κατακλυσμική, καταστροφική, σπατάλη, αφανισμός, ολέθρια, επιβλαβή, επιζήμιες, ολέθρια, θανατηφόρα, θανατηφόρα.
  • Κατάσχεση Συνώνυμα: συλλάβει, λάβει, αποσπάσουν, σφετεριστεί, σαγκάη, εντυπωσιάσει, απαγάγει, συλλαμβάνω, απαγάγουν, σύλληψη,...
  • Κατάταξη Συνώνυμα: ταγγό, γαμυ, φάουλ, μπαγιάτικος, δυσώδης, σάπιο, δυσώδης, ξινή.επίπεδο, στέκεται, κάστα, echelon, θέση, βαθμό,...
  • Κατάτμηση Συνώνυμα: διαίρεση, διαμέρισμα, κατακερματισμό, υποδιαίρεση, διαχωρισμός, τεμαχισμό, κοπή, ολίσθηση, διάσπαση, άρθρωση, κατανομή, κατανομή, διαχωρισμού, ανατομή, διαχωρισμού.
  • Κατατρύχει Συνώνυμα: αξέχαστη, ανεξίτηλα, επίμονο και ενοχλητικό, ανατρέποντας, οδυνηρό, ανησυχητική.
  • Καταφέρονται Εναντίον Της Συνώνυμα: τιμωρώ, κατάχρηση, επιπλήξει, βρίζω, πρόταση μομφής, vituperate, κατηγορούν, μομφή, επίπληξη, τιμωρήσει, δημηγορώ, μαλώνω, κλαίει, φόρεμα.
  • Καταφέρω Συνώνυμα: επιβιώσουν, ανακτήσει, θεραπεύσει, έχαναν, έρχονται, ράλλυ, αναβιώσει, αναρρώνω, έρχονται γύρω από, καιρός, υπομείνει, ξεπεραστεί, υποφέρουν, φέρουν.
  • Καταφεύγει Συνώνυμα: ψέμα.
  • Καταφεύγουν Συνώνυμα: gallantry, ιπποσύνη, χάριτος, κομψότητα, ευγένεια, αναπαραγωγής, ευπρέπεια, ευγένεια, εθιμοτυπία, ευγένεια.
  • Καταφύγιο Συνώνυμα: προστασίας, ασφάλειας, φύλαξη, απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, άνεση, ζεστασιά, απόκρυψη, απόκρυψη,...
  • Κατάφυτη Συνώνυμα: παράτολμος.
  • Κατάφυτο Συνώνυμα: πράσινο, φρέσκο, άνοιξη όπως, φυλλώδη, σκιερό, χορτώδους, άνθισης, ανθηρή, πυκνή, πλούσια, verdured.
  • Κατάφωρη Συνώνυμα: κραυγαλέα, θρασύς, απροκάλυπτη, σκανδαλώδες, διαβόητη, εξωφρενική, κακόφημο, έξω-και-, τολμηρή, συγκλονιστική, αδιάντροπος, άσεμνο, ντροπή, ξεδιάντροπη, κραυγαλέα.
  •