Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Κοντός Συνώνυμα: θράσος, θρασύς, αναιδής, επιπόλαιος, αναιδής, αυθάδης, αυθάδης, αγενής, ανάγωγος, αλαζονικό, smart-alecky, μυξιάρικα.
  • Κοντόφθαλμες Συνώνυμα: απερίσκεπτη, απρονοησία, μυωπικός, σπάταλος, παρορμητικός, απερίσκεπτος, απερίσκεπτη, απρόσεκτος, αδιάκριτα, εξάνθημα, σοφό, απρόσεκτος, απερίσκεπτη.
  • Κοντόχονδρος Συνώνυμα: παχουλό, μπούμερανγκ, πεπλατυσμένος, λίπος, σαρκώδη, πλαδαρός, υπερβολικό βάρος, podgy, squat, στιβαρός,...
  • Κοπάδι Συνώνυμα: ομάδα, εταιρεία, συγκέντρωση, κοπάδι, πακέτο, συντροφιά, αγέλη, roundup, φορές, γόνου, πτήση, σμήνος, μπάντα,...
  • Κοπάδι Χήνες Συνώνυμα: φλυαρία.ομάδα.
  • Κοπανάω Συνώνυμα: κάλτσες, κατραπακιά, κτύπησε, χτύπημα, απεργία, γροθιά, thrash, παλαβό, γλείψιμο, επιρροή, γυμνοσάλιαγκας, ζώνη.
  • Κοπανίζω Συνώνυμα: πλήγμα, σκαμπίλι, χαστούκι, επιρροή, bash, εγκεφαλικό επεισόδιο, παλαβό, κουτί, μπουφέ, pat, πλήγμα, πλήγμα, ραπ, slam,...
  • Κόπανος Συνώνυμα: beat.
  • Κοπή Συνώνυμα: αιχμηρός, κόψης, ηκόνισε, αιχμηρό, έντονος, ευκρινή, επισήμανε.σαρκαστικός, πικρή, σαρδόνιο, δάγκωμα,...
  • Κοπιαστική Συνώνυμα: κόπωση, κουραστική, κουραστικό, επίπονη, σκληρή, απαιτητική, wearying, επίπονη, δύσκολη, σκληρά, φορώντας.
  • Κοπιώδης Συνώνυμα: επίπονη, δύσκολη, επαχθείς, καταπιεστική, ανιαρός, κουράζοντας, επίπονη, βαριά, επαχθείς, απαιτητικό, ανηφόρα, επίπονη, κουραστική, κουραστική, σκληρή.
  • Κόπο Συνώνυμα: δυσκολία, σκοτσέζικα, discommode, τίθεται, ενοχλούν, τον κόπο, επιβαρύνει, εμποδίζουν, επιβαρύνει,...
  • Κόπωση Συνώνυμα: ελαστικών, εξάτμισης, κουρασμένο, άντεξε, enervate, νεφρίτη, fag, επίστεγο.κόπωση, εκνευρισμός, κούραση, ατονία,...
  • Κοράκι Συνώνυμα: μαύρο.χαίρω πολύ, καυχηθεί, γεμίστε αγαλλίαση, χαιρεκακία, χαίρονται, καυχώμαι, καυχιέμαι, μανία, θριαμβεύσει, κορδόνομαι, αλαζονικό.
  • Κορακίστικα Συνώνυμα: chat, φλυαρία κουβεντιάζω, πίσσα, μονόλογος, φλυαρία, chitchat, λόγου, μιλάμε, causerie.τομάρι, βρύση, pat...
  • Κορδέλα Συνώνυμα: μαντήλι.
  • Κορδόνομαι Συνώνυμα: νταηλίκι, καύχημα, καυχησιάρη, boastfulness, καυχηθεί, rodomontade, gasconade, fanfaronade.μανία, καυχηθεί, καυχιέμαι, swank, καμαρώνω,...
  • Κορεσμένη Συνώνυμα: συσκευασμένα.
  • Κορεστεί Συνώνυμα: ενυδατώστε, εμπνέει, διαπερνούν, διαβρέχω, απλώνω, τον εμποτισμό, διαποτίζουν, εμποτίζουν, υγρό, ret, συμπληρώσετε.
  • Κόρη Συνώνυμα: κορίτσι, καθαριότητα, δεσποινίς, νεανίδα, lass, coed, gal, γκόμενα.πρώτη, αρχική, πρωτότυπη, δοκιμαστεί στην πράξη, μυητικό, εναρκτήρια, παρθένο, εισαγωγική, αρχές, κύρια, οδηγεί, prime.
  • Κορμό Συνώνυμα: πλαίσιο, στήθος, περίπτωση, footlocker, δοχείο, χρηματοκιβώτιο, υδατοστεγές κιβώτιο, bin, παρεμποδίζουν, κλουβί, είδος άμαξας, καλάθι, πανεράκι.κορμός, σώμα.
  • Κοροιδευει Συνώνυμα: θράσος, αγενής, ασεβείς, αγενής, προσβλητικό, αλαζονική, αλαζονικό, κατσούφης, περιφρονητική, περιφρονητική, αναιδής, θρασύς, τζένοα.
  • Κοροϊδεύετε Συνώνυμα: απομίμηση, ετικέτες, πλαστά, πλαστά, ψευδεπίγραφη, προσποιήθηκε, δήθεν, τεχνητή, make-believe, υποκατάστατο,...
  • Κοροϊδεύουν Συνώνυμα: μειώσω, γελοιοποίηση, μάσα, χλευάζω, χλευασμός, υποστροφή, fleer, χλευάζουν, χλεύη, δυσφημεί, περιφρονούν.
  • Κοροϊδευτικό Συνώνυμα: περιφρονητική.γελοίο.
  • Κοροϊδεύω Συνώνυμα: θύμα, κορόιδο, τύπος πτώση, patsy, γλάρος, περιστέρι, εύκολο σήμα, απαλό άγγιγμα, εύπιστος, pushover, schlemiel, κούτσουρο,...
  • Κοροϊδία Συνώνυμα: παρωδία, πρόσχημα, απομίμηση, πλαστά, φενάκη, πρόσχημα, σάτιρα.περίγελο, πισινό, στόχος, παρωδία, κοροϊδεύω,...
  • Κορόιδο Συνώνυμα: κοροϊδεύω, γλάρος, κούτσουρο, ανόητος, cat's-paw, πάπια συνεδρίασης, εύκολο σήμα, πισινό, pushover, περιστέρι, boob δίκαιο παιχνίδι, ναΐφ, πισινό, εργαλείο, θύμα.
  • Κορυδαλλός Συνώνυμα: απόδραση, κάπαρη, φάρσα, ευθυμία, χοροπηδάμε, σιταρήθρα, romp, τέχνασμα, ξεφάντωμα, χωρατό, revel, ρίψιμο.
  • Κορυφαίας Συνώνυμα: πρώτο ποσοστό.
  • Κορυφή Συνώνυμα: επικεφαλής, βασικά, κορυφαία, κύρια, κύρια, κυρίαρχη, επιφανείς, σημαντικό, ταλαντούχος, paramount, πάνω από όλα,...
  • Κορυφογραμμή Συνώνυμα: crest, σπονδυλική στήλη, hill, ύψωμα, ανάχωμα, καμπούρα, σέλα, rib, σπονδυλική στήλη, ακρωτήρι, hogback, chine.
  • Κορυφολόγημα Συνώνυμα: επιφανείς.εξαιρετική.
  • Κορυφώθηκε Συνώνυμα: wan, καταβεβλημένος, κάτισχνο, αναιμική, τσιμπημένο, εξουθένωση, ζαρωμένα, ρυτιδωμένος, αδυνατισμένος, υποσιτίζονται, αποδυναμωμένη, μαραζώνουν, αδύναμη, ασθενικά, αδύναμοι.
  • Κορυφώνονται Συνώνυμα: ωριμάζουν, αποκορύφωμα, τέλος, φινίρισμα, έχει ως αποτέλεσμα, καταναλώνω, τέλεια, στέμμα, ολοκλήρωση, ολοκληρώσει, εκπληρώσει, καπάκι, επίτευξη, περατωθεί.
  •