ρεζιλεύω Συνώνυμα


Ρεζιλεύω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ματαιώσουν, ματαιώσει, εμποδίζουν, αναστέλλουν, αποφεύγουν να προβούν, έλεγχος, μανωμένα, εξουδετερώσει, ακυρώνει, φθείρει, αναιρεί, ακυρώσει, βέτο.
ρεζιλεύω Συνώνυμο συνδέσεις: ματαιώσουν, ματαιώσει, εμποδίζουν, αναστέλλουν, αποφεύγουν να προβούν, μανωμένα, εξουδετερώσει, ακυρώνει, αναιρεί, ακυρώσει, βέτο,

ρεζιλεύω Αντώνυμα