βέτο Συνώνυμα


Βέτο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποδοκιμασία, ακύρωση, απαγόρευση, απόρριψη, αυτοσυγκράτηση, άρνηση, turndown, όχι, αντίχειρες κάτω, ταμπού.

Βέτο Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποδοκιμάζουν, αναιρεί, απαγορεύουν, αποθαρρύνω, χαμηλώσουμε, απόρριψη, μπαρ, απαγόρευση, συγκράτηση, ταμπού, interdict, nix, οι βάλει φωτιά στην.
βέτο Συνώνυμο συνδέσεις: αποδοκιμασία, απαγόρευση, απόρριψη, αυτοσυγκράτηση, άρνηση, turndown, όχι, ταμπού, αποδοκιμάζουν, αναιρεί, απαγορεύουν, αποθαρρύνω, απόρριψη, μπαρ, απαγόρευση, συγκράτηση, ταμπού, nix,

βέτο Αντώνυμα