ρεζιλεύω Αντώνυμα


Ρεζιλεύω Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • εκ των προτέρων, προώθηση, βελτίωση, διευκολύνει, επιταχύνει, ωθεί.

ρεζιλεύω Συνώνυμα