μανωμένα Συνώνυμα


Μανωμένα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εμπόδιο, κουτσαμάρα, αγκίστρωσης, αυτοσυγκράτηση, συγκράτηση, φράξει, ζυγό, bond, ελέγχου, αλυσίδα, πρόσδεσης, rein.

Μανωμένα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, περιορίζουν, επιβαρύνουμε, στρίφωμα, κουτσαίνω, φράξει, περιορίζει, εμποδίσουμε, πρόληψη.
μανωμένα Συνώνυμο συνδέσεις: εμπόδιο, αγκίστρωσης, αυτοσυγκράτηση, συγκράτηση, φράξει, ζυγό, ελέγχου, αλυσίδα, πρόσδεσης, rein, εμποδίζουν, επιβαρύνουμε, φράξει, πρόληψη,

μανωμένα Αντώνυμα