ματαιώσει Συνώνυμα


Ματαιώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ματαιώσουν, εμποδίζουν, διάφραγμα, σταυρός, παράκαμψη, φύλλων αλουμινίου, αποφεύγουν να προβούν, αντίκειται, πρόληψη, αντιτίθενται, ήττα, ξεγελάσει.
  • φύλλων αλουμινίου, ματαιώσει, παράκαμψη, ματ, βραχυκυκλώματος, ήττα, ακύρωνε, ματαίωση, σταυρός, ελέγξτε, αντίκειται, μπλοκ, εξουδετέρωση, εμποδίζουν, ανασταλτικά, διακόπτουν, προλάβει, χαλάσει.
ματαιώσει Συνώνυμο συνδέσεις: ματαιώσουν, εμποδίζουν, διάφραγμα, παράκαμψη, αποφεύγουν να προβούν, πρόληψη, αντιτίθενται, ήττα, ματαιώσει, παράκαμψη, ματ, ήττα, ακύρωνε, ματαίωση, μπλοκ, εξουδετέρωση, εμποδίζουν, ανασταλτικά, προλάβει, χαλάσει,

ματαιώσει Αντώνυμα