ανασταλτικά Συνώνυμα


Ανασταλτικά Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διάφραγμα, ματαιώσει, foil, αποφεύγουν να προβούν, εμποδίζουν, μπλοκ, ελέγξτε, κούτσουρο, στάβλος, scotch, ακίδα, ματ, συγχύσει, προβληματίζουν, σαστίζω.
ανασταλτικά Συνώνυμο συνδέσεις: διάφραγμα, ματαιώσει, αποφεύγουν να προβούν, εμποδίζουν, μπλοκ, κούτσουρο, ακίδα, ματ, συγχύσει, προβληματίζουν, σαστίζω,